- διχθάς
- διχθάς, άδος, ἡ, fem. of foreg., Musae.298.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διχθάδιος — διχθάδιος, ία, ον (Α) [διχθάς] 1. διπλός, δύο ειδών 2. καθένας από τους δυο 3. δεύτερος 4. (το ουδ. πληθ. και η αιτ. θηλ. ως επίρρ.) διχθάδια, διχθαδίην σε δύο μέρη … Dictionary of Greek
διχθά — in twain indeclform (adverb) διχθάς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)